πώρου

πώρου
πώ̱ρου , πῶρος
stone
masc gen sg
πωρόω
petrify
pres imperat act 2nd sg
πωρόω
petrify
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Πώρου — Πῶρος stone masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουκεφάλας — Το περίφημο άλογο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που το δάμασε σε ηλικία 15 ετών. Κανείς από τους έμπειρους ιπποδαμαστές δεν είχε καταφέρει να ιππεύσει το ατίθασο αυτό άλογο και ο Αλέξανδρος ζήτησε να δοκιμάσει. Έστρεψε τότε το πρόσωπο του αλόγου έτσι… …   Dictionary of Greek

  • κάταγμα — Κάθε απροσδόκητη λύση της συνέχειας ενός οστού ή χόνδρου, οφειλόμενη στην ενέργεια μιας δύναμης (βίας) από χτύπημα ή πτώση, η οποία κατανικά την αντίσταση και την ελαστικότητα του οστού. Τα κ. διακρίνονται σε τραυματικά (που οφείλονται σε… …   Dictionary of Greek

  • πωρόμφαλον — τὸ, Α σκλήρυνση τού ομφαλού («πωρόμφαλόν ἐστι πώρου σύστασις κατὰ τὸν ὀμφαλόν», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶρος «πέτρα, πωρόλιθος» + ὀμφαλός] …   Dictionary of Greek

  • πωρώνω — πωρῶ, όω, ΝΑ [πῶρος] 1. μεταβάλλω κάτι σε πώρο, απολιθώνω 2. συγκολλώ και θεραπεύω κάταγμα ενός οστού με τον σχηματισμό οστέινου πώρου 3. (συν. το παθ.) πωρώνομαι και πωροῡμαι, όομαι μτφ. γίνομαι ηθικά αναίσθητος, ασυνείδητος 4. (η μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • πώρωση — η / πώρωσις, ώσεως, ΝΑ [πωρῶ, ώνω] 1. απολίθωση 2. συγκόλληση και θεραπεία κατάγματος ενός οστού με τον σχηματισμό οστέινου πώρου 3. μτφ. πλήρης ηθική αναισθησία, ασυνειδησία αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐξ ὀστέων σύμφυσις καὶ σύνδεσμος» …   Dictionary of Greek

  • υπερπώρωσις — ώσεως, ἡ, Α ιατρ. υπερσάρκωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πώρωσις «συγκόλληση κατάγματος ενός οστού με τον σχηματισμό οστέινου πώρου» (< πωρῶ / ώνω)] …   Dictionary of Greek

  • Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… …   Dictionary of Greek

  • Γοργίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος γλύπτης (5ος αι. π.Χ.). Η υπογραφή του υπάρχει σε πέντε βάθρα αγαλμάτων που βρέθηκαν στη Στοά των Γιγάντων και στην Ακρόπολη των Αθηνών. Σύμφωνα με μαρτυρία του Πλίνιου, ήταν σύγχρονος του Αγελάδα και του… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”